κληρονόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… … Dictionary of Greek
κληρονόμω — κληρόνομος heir masc nom/voc/acc dual κληρόνομος heir masc gen sg (doric aeolic) κληρονόμος masc nom/voc/acc dual κληρονόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμοις — κληρόνομος heir masc dat pl κληρονόμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμου — κληρόνομος heir masc gen sg κληρονόμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμους — κληρόνομος heir masc acc pl κληρονόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμων — κληρόνομος heir masc gen pl κληρονόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμῳ — κληρόνομος heir masc dat sg κληρονόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμε — κληρονόμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμοι — κληρονόμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)