κληρονόμος

κληρονόμος
ο
θηλ. κληρονόμος και κληρονόμα
1. αυτός που παίρνει περιουσία με κληρονομιά: Πέθανε ο θείος του και πήρε όλη την περιουσία του, γιατί ήταν ο μόνος κληρονόμος.
2. τέκνο: Να αποχτήσετε καλούς κληρονόμους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κληρονόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… …   Dictionary of Greek

  • κληρονόμω — κληρόνομος heir masc nom/voc/acc dual κληρόνομος heir masc gen sg (doric aeolic) κληρονόμος masc nom/voc/acc dual κληρονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμοις — κληρόνομος heir masc dat pl κληρονόμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμου — κληρόνομος heir masc gen sg κληρονόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμους — κληρόνομος heir masc acc pl κληρονόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμων — κληρόνομος heir masc gen pl κληρονόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμῳ — κληρόνομος heir masc dat sg κληρονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμε — κληρονόμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμοι — κληρονόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”